Ανεκτικότητα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανεκτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
толерантність, терпимість, толерантность
Ανεκτικότητα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεκτικότητα

διαφορετικότητα ανεκτικότητα, ανοχή ανεκτικότητα, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα αντίθετο, ανεκτικότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανεκτικότητα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανεκτίμητος στα ουκρανικά - прейскурант, цінник, безцінний, неоціненний, безцінного, безцінне
  • ανεκτικός στα ουκρανικά - толерантний, терпимий, терпима, терплячий, терпиміший
  • ανεκτός στα ουκρανικά - терпимий, припустимий, стерпний, допустимий, терпима, толерантний, терплячий, ...
  • ανελέητος στα ουκρανικά - невмолимий, страшний, невблаганний, жорстокий, безжалісний, невблаганна, невблаганне
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: толерантність, терпимість, толерантность