Ανεκτικότητα στα ρωσικά

Μετάφραση: ανεκτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
попустительство, допуск, терпимость, толерантность, терпимости, толерантности
Ανεκτικότητα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεκτικότητα

διαφορετικότητα ανεκτικότητα, ανοχή ανεκτικότητα, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, ανεκτικότητα εκθεση, ανεκτικότητα αντίθετο, ανεκτικότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, ανεκτικότητα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ανεκτίμητος στα ρωσικά - нелепый, неоценимый, бесценный, абсурдный, бесценным, бесценно, бесценна, ...
  • ανεκτικός στα ρωσικά - толерантный, терпимый, терпимая, терпимы, терпимо
  • ανεκτός στα ρωσικά - сносный, изрядный, терпимый, удовлетворительный, допустимый, терпимо, терпимым, ...
  • ανελέητος στα ρωσικά - нещадный, свирепый, мрачный, угрюмый, зловещий, неумолимый, беспощадный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεκτικότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: попустительство, допуск, терпимость, толерантность, терпимости, толерантности