Απλότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: απλότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discretie, zedigheid, bescheidenheid, eenvoud, de eenvoud, eenvoudig, eenvoudige
Απλότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απλότητα

απλότητα λεξικό, η απλότητα, στην απλότητα, απλότητα αποφθέγματα, απλότητα συνώνυμα, απλότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απλότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απλωσιά στα ολλανδικά - EENVOUDIG, GEWOON, SIMPLY, ENKEL, ALLEEN
  • απλός στα ολλανδικά - eerlijk, oprecht, aalwaardig, bloot, eenvoudig, louter, zuiver, ...
  • απλώνομαι στα ολλανδικά - spreads, smeersels, De spreads, verspreidt, boterhampasta
  • απλώνω στα ολλανδικά - sauzen, verspreiden, verbreiden, ontvouwen, uitspreiden, doorsmeren, afgeven, ...
Τυχαίες λέξεις
Απλότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: discretie, zedigheid, bescheidenheid, eenvoud, de eenvoud, eenvoudig, eenvoudige