Αποπληξία στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποπληξία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA
Αποπληξία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποπληξία

αποπληξία ετυμολογία, αποπληξία τι σημαινει, αποπληξία τησ υπόφυσησ, αποπληξία english, αποπληξία ορισμος, αποπληξία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποπληξία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποπληθωρισμός στα ολλανδικά - deflatie, Deflation, De deflatie, leeglopen, Ontluchtingssymbool
  • αποπληκτικός στα ολλανδικά - benauwd, verstopte, bedompt, bedompte, benauwde
  • αποπληρωμή στα ολλανδικά - annuïteit, afbetalingstermijn, terugbetaling, aflossing, de terugbetaling, vergoeding, terugbetaald
  • αποπνέων στα ολλανδικά - apopneon
Τυχαίες λέξεις
Αποπληξία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA