Γονιμοποιώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: γονιμοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hom, milt, van Milt, kuit, bevruchten
Γονιμοποιώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γονιμοποιώ

γονιμοποιώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γονιμοποιώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γονίδιο στα ολλανδικά - gen, gen dat, genen
  • γονατίζω στα ολλανδικά - knielen, kniel, neerknielen, te knielen, knielt
  • γονιμότητα στα ολλανδικά - kinderrijkdom, vruchtbaarheid, de vruchtbaarheid, fertiliteit, vruchtbaarheid van, de vruchtbaarheid van
  • γονυπετώ στα ολλανδικά - knieling, knielen, knielende, het knielen, knielend
Τυχαίες λέξεις
Γονιμοποιώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hom, milt, van Milt, kuit, bevruchten