Διέξοδος στα ολλανδικά

Μετάφραση: διέξοδος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitweg, uitgang, afrit, vulkaan, stopcontact, verkooppunt, afzetgebied, uitloop
Διέξοδος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέξοδος

διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διέξοδος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διέγερση στα ολλανδικά - onrust, prikkel, beroering, opwinding, stimulatie, stimulering, stimuleren, ...
  • διένεξη στα ολλανδικά - redetwist, bespreken, dispuut, disputeren, kwestie, twistgesprek, redetwisten, ...
  • διέπω στα ολλανδικά - besturen, aanvoeren, heersen, regeren, Diepo
  • διήθηση στα ολλανδικά - filtratie, filtreren, middel van filtratie, filtering
Τυχαίες λέξεις
Διέξοδος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitweg, uitgang, afrit, vulkaan, stopcontact, verkooppunt, afzetgebied, uitloop