Διέξοδος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διέξοδος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέξοδος
διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διέξοδος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διέγερση στα πορτογαλικά - excitar, suscitar, excitação, permutar, vender, cambiar, troca, ...
- διένεξη στα πορτογαλικά - disputa, disputar, porfiar, litígio, diferendo, litígios, controvérsia
- διέπω στα πορτογαλικά - dominar, abóbora, governar, reger, governe, diepo
- διήθηση στα πορτογαλικά - filtração, filtragem, de filtração, filtra�o, de filtragem
Τυχαίες λέξεις
Διέξοδος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de
Μεταφράσεις: porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de