Λουστράρισμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λουστράρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
polijsten, oppoetsen, polishing, het polijsten, polijst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λουστράρισμα
λουστράρισμα πέτρας, λουστράρισμα παλαιών επίπλων, λουστράρισμα ξύλου, λουστράρισμα επίπλων τιμές, λουστράρισμα επίπλων, λουστράρισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λουστράρισμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λουσάρω στα ολλανδικά - decoreren, uitdossen, opsieren, vermooien, opwerken, verfraaien, flatteren, ...
- λουσάτος στα ολλανδικά - schel, opzichtig, Lucy, van Lucy, Lucia
- λουστράρω στα ολλανδικά - schoencrème, schoensmeer, pools, oppoetsen, furbish, polijsten
- λουτρό στα ολλανδικά - bad, badhuis, badplaats, badkamer, badkuip, toilet, kleding, ...
Τυχαίες λέξεις
Λουστράρισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: polijsten, oppoetsen, polishing, het polijsten, polijst
Μεταφράσεις: polijsten, oppoetsen, polishing, het polijsten, polijst