Λουστράρισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λουστράρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
de polir, polimento, de polimento, polir, lustro
Λουστράρισμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λουστράρισμα

λουστράρισμα πέτρας, λουστράρισμα παλαιών επίπλων, λουστράρισμα ξύλου, λουστράρισμα επίπλων τιμές, λουστράρισμα επίπλων, λουστράρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λουστράρισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λουσάρω στα πορτογαλικά - enterrar, ornamentar, abrilhantar, decorar, adornar, lousaro
  • λουσάτος στα πορτογαλικά - Lucy, Lúcia, de lucy, Lucia, a Lucy
  • λουστράρω στα πορτογαλικά - polaco, política, abrasar, lustrador, lapidar, abrilhantar, acariciar, ...
  • λουτρό στα πορτογαλικά - banho, banheiro, traje, vestimenta, banheira, banho de, de banho
Τυχαίες λέξεις
Λουστράρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: de polir, polimento, de polimento, polir, lustro