Λουστράρισμα στα πολωνικά

Μετάφραση: λουστράρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
farba, polerowanie, polerowania, do polerowania, polerowaniu, szlifowanie
Λουστράρισμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λουστράρισμα

λουστράρισμα πέτρας, λουστράρισμα παλαιών επίπλων, λουστράρισμα ξύλου, λουστράρισμα επίπλων τιμές, λουστράρισμα επίπλων, λουστράρισμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, λουστράρισμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λουσάρω στα πολωνικά - przystrajać, upiększać, ozdabiać, zdobić, dekorować, lousaro
  • λουσάτος στα πολωνικά - elegancki, efekciarski, jaskrawy, szykowny, szpanerski, błyskotliwy, wytworny, ...
  • λουστράρω στα πολωνικά - polerować, wypucować, wyfroterować, pastować, glansować, gładzić, wypolerować, ...
  • λουτρό στα πολωνικά - wanna, kapać, sanitariat, kąpać, łaźnia, wykąpać, toaleta, ...
Τυχαίες λέξεις
Λουστράρισμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: farba, polerowanie, polerowania, do polerowania, polerowaniu, szlifowanie