Λουστράρισμα στα τούρκικα
Μετάφραση: λουστράρισμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlatma, cilalama, polisaj, cila, polishing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λουστράρισμα
λουστράρισμα πέτρας, λουστράρισμα παλαιών επίπλων, λουστράρισμα ξύλου, λουστράρισμα επίπλων τιμές, λουστράρισμα επίπλων, λουστράρισμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, λουστράρισμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λουσάρω στα τούρκικα - güzelleştirmek, süslemek, lousaro
- λουσάτος στα τούρκικα - Lucy, Lucy'nin
- λουστράρω στα τούρκικα - parlatmak, cilalamak, furbish, pırıl pırıl yapmak
- λουτρό στα τούρκικα - hamam, banyo, kaplıca, tuvalet, banyosu, hamamı, küvet, ...
Τυχαίες λέξεις
Λουστράρισμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: parlatma, cilalama, polisaj, cila, polishing
Μεταφράσεις: parlatma, cilalama, polisaj, cila, polishing