Μποϋκοτάρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μποϋκοτάρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boycotten, boycot, de boycot, boycot van, boycott
Μποϋκοτάρω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μποϋκοτάρω

μποϋκοτάρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μποϋκοτάρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπουσουλάω στα ολλανδικά - kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen
  • μπουφές στα ολλανδικά - buffet, bar, restauratie, kast, tapkast, ontbijtbuffet, geserveerd, ...
  • μπούκλα στα ολλανδικά - rol, krul, curl, krullen, krulling
  • μπράντι στα ολλανδικά - cognac, brandewijn, brandy, vuurwater, brandewijn van
Τυχαίες λέξεις
Μποϋκοτάρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boycotten, boycot, de boycot, boycot van, boycott