Μποϋκοτάρω στα ουκρανικά
Μετάφραση: μποϋκοτάρω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бойкот, бойкотувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μποϋκοτάρω
μποϋκοτάρω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μποϋκοτάρω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μπουσουλάω στα ουκρανικά - плазування, повзання, повзати, плазувати, ползать
- μπουφές στα ουκρανικά - вагон-ресторан, буфет, вдаряти, боротися, бороти, сервант, їдальня, ...
- μπούκλα στα ουκρανικά - локон, пасмо, кучерик, пасмо волосся, кучер
- μπράντι στα ουκρανικά - бренді, бренди
Τυχαίες λέξεις
Μποϋκοτάρω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бойкот, бойкотувати
Μεταφράσεις: бойкот, бойкотувати