Μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μποϋκοτάρω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boicotar, boicotear, boicote, de boicote, boycott, o boicote
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μποϋκοτάρω
μποϋκοτάρω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μπουσουλάω στα πορτογαλικά - rastejamento, rastejar, engatinhar, arrepiar, rastreamento
- μπουφές στα πορτογαλικά - bufete, aparador, armário, bufê, buffet, buffet de, buffet de pequeno
- μπούκλα στα πορτογαλικά - curioso, caracol, onda, ondulação, cacho, curvatura, enrolamento
- μπράντι στα πορτογαλικά - conhaque, aguardente, brandy, de conhaque, aguardente de
Τυχαίες λέξεις
Μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: boicotar, boicotear, boicote, de boicote, boycott, o boicote
Μεταφράσεις: boicotar, boicotear, boicote, de boicote, boycott, o boicote