Παθητικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: παθητικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passief, passieve, de passieve, passive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθητικά
παθητικά σπίτια, παθητικά ρήματα, παθητικά φίλτρα, παθητικά επιθετική συμπεριφορά, παθητικά κτίρια, παθητικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παθητικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παζαρεύω στα ολλανδικά - marchanderen, pingelen, afdingen, overeenkomst, dicker
- παθαίνω στα ολλανδικά - ondergaan, uitstaan, velen, uithouden, dulden, verdragen, lijden, ...
- παθητικό στα ολλανδικά - schuldenlast, aansprakelijkheid, passiva, verplichtingen, schulden, risico
- παθητικός στα ολλανδικά - passief, passieve, de passieve, passive
Τυχαίες λέξεις
Παθητικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: passief, passieve, de passieve, passive
Μεταφράσεις: passief, passieve, de passieve, passive