Παθητικά στα τούρκικα

Μετάφραση: παθητικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pasif, pasif bir, edilgen, passive
Παθητικά στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παθητικά

παθητικά σπίτια, παθητικά ρήματα, παθητικά φίλτρα, παθητικά επιθετική συμπεριφορά, παθητικά κτίρια, παθητικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, παθητικά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παζαρεύω στα τούρκικα - takas, Dicker, pazarlık, kararsız davranmak, pazarlık etmek
  • παθαίνω στα τούρκικα - Ben, I, ı, bir
  • παθητικό στα τούρκικα - sorumluluk, borç, yükümlülükler, yükümlülükleri, borçlar, yükümlülüklerin, yükümlülüğü
  • παθητικός στα τούρκικα - pasif, pasif bir, edilgen, passive
Τυχαίες λέξεις
Παθητικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: pasif, pasif bir, edilgen, passive