Παθητικά στα εσθονικά
Μετάφραση: παθητικά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
passiivselt, passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παθητικά
παθητικά σπίτια, παθητικά ρήματα, παθητικά φίλτρα, παθητικά επιθετική συμπεριφορά, παθητικά κτίρια, παθητικά λεξικό γλώσσας εσθονικά, παθητικά στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- παζαρεύω στα εσθονικά - tehing, kauplemine, tingimine, tingima, müütama, vahetuskaup, pisitehing, ...
- παθαίνω στα εσθονικά - ma saan, saan, ma, ma saaksin, mul on võimalik saada
- παθητικό στα εσθονικά - labiilsus, liikuvus, passiva, kohustused, kohustuste, kohustusi, kohustiste
- παθητικός στα εσθονικά - passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset
Τυχαίες λέξεις
Παθητικά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: passiivselt, passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset
Μεταφράσεις: passiivselt, passiivne, passiivse, passiivsete, passiivsed, passiivset