Πειρασμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πειρασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleiding, temptatie, verlokking, aanvechting, verzoeking, de verleiding, bekoring, verleidingen
Πειρασμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειρασμός

πειρασμός τελευταίο επεισόδιο με ελληνικούς υπότιτλους, πειρασμός σολωμός, πειρασμός στο θέατρο ελυζε, πειρασμός συνώνυμα, πειρασμός επεισόδιο 29, πειρασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πειρασμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πειραματίζομαι στα ολλανδικά - proef, experiment, proefneming, experimenteren, experimenten
  • πειραματικός στα ολλανδικά - experimenteel, empirisch, experimentele, de experimentele, experimenten, experiment
  • πειρατής στα ολλανδικά - zeeschuimer, zeerover, piraat, Pirate, piraten, De Piraat, de Piraat van
  • πεισματάρης στα ολλανδικά - verstokt, koppig, verbeten, halsstarrig, hardnekkig, hardnekkige, koppige, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειρασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verleiding, temptatie, verlokking, aanvechting, verzoeking, de verleiding, bekoring, verleidingen