Πειρασμός στα πολωνικά
Μετάφραση: πειρασμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokuszenie, kuszenie, pokusa, pokusą, pokusy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειρασμός
πειρασμός τελευταίο επεισόδιο με ελληνικούς υπότιτλους, πειρασμός σολωμός, πειρασμός στο θέατρο ελυζε, πειρασμός συνώνυμα, πειρασμός επεισόδιο 29, πειρασμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, πειρασμός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πειραματίζομαι στα πολωνικά - eksperymentowanie, doświadczać, eksperyment, eksperymentować, próba, doświadczenie, eksperymentu, ...
- πειραματικός στα πολωνικά - eksperymentalny, doświadczalny, experimental, eksperymentalne, eksperymentalna
- πειρατής στα πολωνικά - rozbójnik, korsarz, plagiator, plagiatorstwo, pirat, pirate, pirata, ...
- πεισματάρης στα πολωνικά - zajadły, uporczywy, oporny, zaciekły, uparty, uparta, uparci, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειρασμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pokuszenie, kuszenie, pokusa, pokusą, pokusy
Μεταφράσεις: pokuszenie, kuszenie, pokusa, pokusą, pokusy