Πλεόνασμα στα ουγγρικά

Μετάφραση: πλεόνασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mértéktelenség, maradvány, felesleg, többlet, többletet, többlete, felesleges, többlettel
Πλεόνασμα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεόνασμα

πλεόνασμα καταναλωτή, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα ένστολους, πλεόνασμα δικαιούχοι, πλεόνασμα επίδομα, πλεόνασμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πλεόνασμα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • πλευρίζω στα ουγγρικά - megszólít, leszólít, megszólítás, megszólította, aki megszólította
  • πλευρό στα ουγγρικά - erezet, horpasz, feleség, lágyék, oldalsó, oldalán, oldalon, ...
  • πλεύση στα ουγγρικά - kurzus, kúra, vitorlázó, téglasor, vitorlázás, hajóút, hajózás, ...
  • πληγή στα ουγγρικά - seb, sebet, sebek, sebre, a seb
Τυχαίες λέξεις
Πλεόνασμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mértéktelenség, maradvány, felesleg, többlet, többletet, többlete, felesleges, többlettel