Πλεόνασμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πλεόνασμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вишок, суфицит, вишокот, вишок на, вишокот на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεόνασμα
πλεόνασμα καταναλωτή, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα ένστολους, πλεόνασμα δικαιούχοι, πλεόνασμα επίδομα, πλεόνασμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πλεόνασμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πλευρίζω στα σλαβομακεδονικά - accost
- πλευρό στα σλαβομακεδονικά - страна, од страна на, страна на, од страна, несакани
- πλεύση στα σλαβομακεδονικά - едрење, пловење, пловидба, пловеше, пловидбата
- πληγή στα σλαβομακεδονικά - рана, раната, рани, на раната, повреда
Τυχαίες λέξεις
Πλεόνασμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вишок, суфицит, вишокот, вишок на, вишокот на
Μεταφράσεις: вишок, суфицит, вишокот, вишок на, вишокот на