Πλεόνασμα στα τούρκικα
Μετάφραση: πλεόνασμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fazla, artı, fazlası, dışı fazla, artık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεόνασμα
πλεόνασμα καταναλωτή, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα ένστολους, πλεόνασμα δικαιούχοι, πλεόνασμα επίδομα, πλεόνασμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, πλεόνασμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πλευρίζω στα τούρκικα - yanaşmak, accost, sarkıntılık, asılmak, sarkıntılık etmek
- πλευρό στα τούρκικα - kaburga, yan, tarafı, tarafında, taraf, yandan
- πλεύση στα τούρκικα - kurs, yol, yelkencilik, yelken, Sailing, yelkenli, Yelkenliyle denize açılma
- πληγή στα τούρκικα - kırbaç, yara, yaranın, yarası, sarılmış, bir yara
Τυχαίες λέξεις
Πλεόνασμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: fazla, artı, fazlası, dışı fazla, artık
Μεταφράσεις: fazla, artı, fazlası, dışı fazla, artık