Πλεόνασμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: πλεόνασμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
остача, лишок, крайність, надлишок, надмір, залишок, надвишок, непомірність, надлишковий
Πλεόνασμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεόνασμα

πλεόνασμα καταναλωτή, πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, πλεόνασμα ένστολους, πλεόνασμα δικαιούχοι, πλεόνασμα επίδομα, πλεόνασμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλεόνασμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πλευρίζω στα ουκρανικά - вітайте, приставати, Загравати, чіплятися, чіплятись
  • πλευρό στα ουκρανικά - крило, фланг, ріал, бік, луска, бочок, схил, ...
  • πλεύση στα ουκρανικά - шлях, перетинати, пересікати, течія, черга, плавання, курс, ...
  • πληγή στα ουκρανικά - бич, рана, рани
Τυχαίες λέξεις
Πλεόνασμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: остача, лишок, крайність, надлишок, надмір, залишок, надвишок, непомірність, надлишковий