Τουφέκι στα ουγγρικά
Μετάφραση: τουφέκι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
muskéta, rohampuska, puska, puskát, puskával, puskáját, fegyverét
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τουφέκι
τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι βικιπαίδεια, τυφέκιο fn, τουφέκι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τουφέκι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τουρσί στα ουγγρικά - pác, savanyú, Fűszeres, lé, Savanyús
- τουρτουρίζω στα ουγγρικά - reszketés, didergés, reszketés jelentkezhet, hidegrázást, hidegrázásról
- τούβλο στα ουγγρικά - tökfilkó, tökéleten, tégla, téglát, Brick, tégla építésű, Panel
- τούνδρα στα ουγγρικά - tundra, tundrán, tundrák, a tundra, tundráin
Τυχαίες λέξεις
Τουφέκι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: muskéta, rohampuska, puska, puskát, puskával, puskáját, fegyverét
Μεταφράσεις: muskéta, rohampuska, puska, puskát, puskával, puskáját, fegyverét