Τουφέκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: τουφέκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
musket, roer, geweer, rifle, wapen, buks
Τουφέκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τουφέκι

τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι βικιπαίδεια, τυφέκιο fn, τουφέκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τουφέκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τουρσί στα ολλανδικά - inleggen, inmaken, augurk, pickle, groenten in het zuur, zuur
  • τουρτουρίζω στα ολλανδικά - trillen, huiveren, bibberen, beven, rillen, rillingen, rillende, ...
  • τούβλο στα ολλανδικά - baksteen, bakstenen, bak stenen, steen, stenen
  • τούνδρα στα ολλανδικά - toendra, tundra, de toendra, tundraand
Τυχαίες λέξεις
Τουφέκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: musket, roer, geweer, rifle, wapen, buks