Τουφέκι στα γερμανικά
Μετάφραση: τουφέκι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plündern, büchse, muskete, flinte, gewehr, Gewehr, Waffe, Büchse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τουφέκι
τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι βικιπαίδεια, τυφέκιο fn, τουφέκι λεξικό γλώσσας γερμανικά, τουφέκι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- τουρσί στα γερμανικά - metallbeize, beizen, essiggurke, Essiggurke, Pickles, Beize, Lake, ...
- τουρτουρίζω στα γερμανικά - schlottere, splitter, schlottern, erregung, zittern, Zittern, Schüttelfrost, ...
- τούβλο στα γερμανικά - idiot, dummkopf, Ziegel, Backstein, Ziegelstein, Stein
- τούνδρα στα γερμανικά - tundra, Tundra, der Tundra
Τυχαίες λέξεις
Τουφέκι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: plündern, büchse, muskete, flinte, gewehr, Gewehr, Waffe, Büchse
Μεταφράσεις: plündern, büchse, muskete, flinte, gewehr, Gewehr, Waffe, Büchse