Δαπανηρός στα ουκρανικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
любий, цінний, любій, коштовний, любої, любою, дорогий, найдорожчий, дорожчий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δαπανηρός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα ουκρανικά - видаток, трата, споживання, витрачання, витрати, видатки, витрат
- δαπάνη στα ουκρανικά - собівартість, споживання, видаток, ціна, трата, вартість, коштувати, ...
- δασκάλα στα ουκρανικά - викладач, вчителька, вихователь, вчитель, учитель
- δασμοί στα ουκρανικά - вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, обов'язки, обов'язку, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: любий, цінний, любій, коштовний, любої, любою, дорогий, найдорожчий, дорожчий
Μεταφράσεις: любий, цінний, любій, коштовний, любої, любою, дорогий, найдорожчий, дорожчий