Δαπανηρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caro, dispendioso, dispendiosa, onerosa, oneroso
Δαπανηρός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαπανηρός

δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δαπανηρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δαπάνες στα πορτογαλικά - despesas, consumo, custos, os custos, custos de, custo
  • δαπάνη στα πορτογαλικά - custo, custar, custos, consumo, despesas, despesa, gasto, ...
  • δασκάλα στα πορτογαλικά - professor, mestra, ensinar, mestre, ensine, professora, professores, ...
  • δασμοί στα πορτογαλικά - tarifas, holandês, dever, deveres, direitos, funções, atribuições, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: caro, dispendioso, dispendiosa, onerosa, oneroso