Πλοίο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πλοίο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вантажити, поставляти, осиний, судно, корабель, постачати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλοίο
πλοίο ελευθέριος βενιζέλος, πλοίο ασφαλείας, πλοίο αριάδνη, πλοίο αδαμάντιος κοραής, πλοίο sewol, πλοίο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλοίο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πληρώνω στα ουκρανικά - окупати, незв'язаний, віддалений, вилучений, непов'язаний, відплата, окупатися, ...
- πλησιάζω στα ουκρανικά - підхід, вітайте, наближатися, наблизитись, доступ
- πλοκάμι στα ουκρανικά - щупальце, щупальці, щупальця
- πλοκή στα ουκρανικά - крутити, скручування, крутитися, шубовстання, розтягнення, ділянку, ділянка, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλοίο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вантажити, поставляти, осиний, судно, корабель, постачати
Μεταφράσεις: вантажити, поставляти, осиний, судно, корабель, постачати