Υποκινώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припарка, сприяння, підбурювати, роздувати, розпалювати, підбурити, підбурюватимуть, провокувати, підбивати
Υποκινώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποκινώ

υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υποκινώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υποκειμενικότητα στα ουκρανικά - суб'єктивність, суб'єктивізм
  • υποκινητής στα ουκρανικά - співумисник, спільник, підбурювач, співучасник, двигун, Двигатель
  • υποκοριστικός στα ουκρανικά - мініатюрний, ypokoristikos
  • υποκρισία στα ουκρανικά - лицемірство, нахил, перевертати, скошувати, лаяти, лицемерие, лицемірстві
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: припарка, сприяння, підбурювати, роздувати, розпалювати, підбурити, підбурюватимуть, провокувати, підбивати