Εξάρθρωση στα πολωνικά

Μετάφραση: εξάρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
burzenie, przemieszczenie, zwichnięcie, dyslokacja, wybicie, dyslokacji
Εξάρθρωση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρθρωση

εξάρθρωση γνάθου, εξάρθρωση ισχίου, εξάρθρωση γονάτου, εξάρθρωση επιγονατίδας, εξάρθρωση δακτύλου, εξάρθρωση λεξικό γλώσσας πολωνικά, εξάρθρωση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εξάπλωση στα πολωνικά - pęcznienie, rozwój, rozwinięcie, ekspansja, powiększenie, rozszerzanie, rozbudowa, ...
  • εξάπτω στα πολωνικά - zapalić, rozniecać, zapłonąć, rozpalać, rozpalić, rozniecić, podniecać, ...
  • εξάρτημα στα πολωνικά - część, składowy, komponent, podzespół, składowa, składnik, element, ...
  • εξάρτηση στα πολωνικά - przyległość, poddaństwo, uzależnienie, zależność, zaufanie, zależności, uzależnienie od, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξάρθρωση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: burzenie, przemieszczenie, zwichnięcie, dyslokacja, wybicie, dyslokacji