Λάσπη στα ρουμανικά
Μετάφραση: λάσπη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
noroi, ciment, nămol, namol, de noroi, noroiul
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάσπη
λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, λάσπη στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- λάρνακα στα ρουμανικά - urnă, altar, Shrine, sanctuar, altarul, racla
- λάσκος στα ρουμανικά - mlaştină, Laskos
- λάστιχο στα ρουμανικά - cauciuc, de cauciuc, din cauciuc, cauciucului, gumăsf
- λάφυρα στα ρουμανικά - pradă, prada, strică, prăzile, strica
Τυχαίες λέξεις
Λάσπη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: noroi, ciment, nămol, namol, de noroi, noroiul
Μεταφράσεις: noroi, ciment, nămol, namol, de noroi, noroiul