Λάσπη στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λάσπη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калот, кал, калта, од кал, со кал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάσπη
λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λάσπη στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λάρνακα στα σλαβομακεδονικά - светилиштето, храм, светилиште, параклис, храмот
- λάσκος στα σλαβομακεδονικά - Laskos
- λάστιχο στα σλαβομακεδονικά - гума, гумена, гумени, гумен, гумените
- λάφυρα στα σλαβομακεδονικά - расипува, пленот, плен, колачот, пленот од претходната победа
Τυχαίες λέξεις
Λάσπη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: калот, кал, калта, од кал, со кал
Μεταφράσεις: калот, кал, калта, од кал, со кал