Λάσπη στα ουκρανικά
Μετάφραση: λάσπη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мул, цемент, слизи, зацементувати, цементний, замазка, бруд, грязь, багно, багнюку, болото
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάσπη
λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λάσπη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λάρνακα στα ουκρανικά - рака, храм, храму
- λάσκος στα ουκρανικά - недбалий, петлі, люїзит, несильний, розбещений, неактивний, юристи, ...
- λάστιχο στα ουκρανικά - муляж, шина, гума, Резина, Гуми
- λάφυρα στα ουκρανικά - звільнення, трофеї, здобич, видобутку, видобування, здобичі, добування
Τυχαίες λέξεις
Λάσπη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мул, цемент, слизи, зацементувати, цементний, замазка, бруд, грязь, багно, багнюку, болото
Μεταφράσεις: мул, цемент, слизи, зацементувати, цементний, замазка, бруд, грязь, багно, багнюку, болото