Λάσπη στα τούρκικα
Μετάφραση: λάσπη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çimento, çamur, çamuru, mud, kerpiç
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λάσπη
λάσπη στη χολή συμπτώματα, λάσπη από τη νεκρά θάλασσα, λάσπη στη χολή διατροφή, λάσπη συνώνυμα, λάσπη στη χοληδόχο κύστη, λάσπη λεξικό γλώσσας τούρκικα, λάσπη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λάρνακα στα τούρκικα - türbe, tapınak, shrine, tapınağı, türbesi
- λάσκος στα τούρκικα - gevşek, Laskos
- λάστιχο στα τούρκικα - kauçuk, lastik, rubber, plastik
- λάφυρα στα τούρκικα - ganimet, memuriyet, ganimeti, ganimetleri, spoils
Τυχαίες λέξεις
Λάσπη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çimento, çamur, çamuru, mud, kerpiç
Μεταφράσεις: çimento, çamur, çamuru, mud, kerpiç