Κατάληψη στα σουηδικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sysselsättning, arbete, yrke, jobb, beslag, anfall, beslagtagande, anfalls, kramp
Κατάληψη στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατάληψη στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα σουηδικά - erövringen, erövring, erövra, erövrings, erövrandet
  • κατάληξη στα σουηδικά - följd, konsekvens, ändelse, slutsats, resultat, suffixet, suffix, ...
  • κατάλληλα στα σουηδικά - lämplig, lämpligt, lämpliga, lämpar, passar
  • κατάλληλος στα σουηδικά - lämplig, passande, läglig, tillgripa, lämpligt, lämpliga, lämpar, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sysselsättning, arbete, yrke, jobb, beslag, anfall, beslagtagande, anfalls, kramp