Δανεισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: δανεισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borçlanma, borç, kredi, finansman
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανεισμός
δανεισμός ελλάδας, δανεισμός εργαζομένων, δανεισμός βιβλίων, δανεισμός υπαλλήλου, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, δανεισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δανείζω στα τούρκικα - ödünç vermek, vermek, ödünç, borç, katmaktadır
- δανειζόμενος στα τούρκικα - borçlu, borçlunun, Müstakriz, Borçlu'nun
- δαπάνες στα τούρκικα - harcama, masraf, tüketim, maliyetler, maliyetleri, maliyeti, masrafları, ...
- δαπάνη στα τούρκικα - masraf, harcama, tüketim, gider, gideri, giderleri
Τυχαίες λέξεις
Δανεισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: borçlanma, borç, kredi, finansman
Μεταφράσεις: borçlanma, borç, kredi, finansman