Βρίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
urážet, zneužívání, zneužití, nadávat, zneužít, zneužívat, nadávka, hanět, kárat, hanit, týrat, tupit, nešvar, říhnutí, chrlí, říhat, chrlit, odříhnout
Βρίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίζω

βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, βρίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • βρέχω στα τσεχικά - namáčet, máčet, déšť, deště, dešti, srážkový, deštěm
  • βρήκα στα τσεχικά - slévat, založit, ulít, zakládat, vytvořit, odlít, zřídit, ...
  • βρίθω στα τσεχικά - oplývat, přetékají, oplývají, hemží, není nouze
  • βρίσκομαι στα τσεχικά - mít, žít, existovat, am, jsem, já, mě
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: urážet, zneužívání, zneužití, nadávat, zneužít, zneužívat, nadávka, hanět, kárat, hanit, týrat, tupit, nešvar, říhnutí, chrlí, říhat, chrlit, odříhnout