Осуджування στα ελληνικά
Μετάφραση: осуджування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακρίνω, ψέγω, μέμψη, καταδίκη, καταδικάζει, την καταδίκη, καταδίκης, ότι καταδικάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вершковий στα ελληνικά - κρεμώδη, κρεμώδες, κρεμώδης, κρεμ, κρεμώδους
- герань στα ελληνικά - γεράνι, γερανίου, γερανιού, γερανιών, το γεράνι
- заасфальтувати στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- замінювати στα ελληνικά - αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Τυχαίες λέξεις
Осуджування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακρίνω, ψέγω, μέμψη, καταδίκη, καταδικάζει, την καταδίκη, καταδίκης, ότι καταδικάζει
Μεταφράσεις: κατακρίνω, ψέγω, μέμψη, καταδίκη, καταδικάζει, την καταδίκη, καταδίκης, ότι καταδικάζει