Διένεξη στα κροατικά

Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svađa, osporiti, pobiti, spor, parnica, rasprava, sporova, spora
Διένεξη στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διένεξη

διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας κροατικά, διένεξη στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διάψευση στα κροατικά - pobijanje, poricanje, uskraćivanje, negiranje, nijekanje, demanti
  • διέγερση στα κροατικά - hrabrenje, pretvaranje, bodrenje, uzbuđenje, zanimljivost, stimulacija, poticanje, ...
  • διέξοδος στα κροατικά - proračun, otrov, ventil, potrošiti, izdatak, procjena, odahnuti, ...
  • διέπω στα κροατικά - urediti, uređivati, vladati, upravljati, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: svađa, osporiti, pobiti, spor, parnica, rasprava, sporova, spora