Διένεξη στα τούρκικα
Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, mücadele, tartışma, ihtilaf, anlaşmazlık, uyuşmazlık, anlaşmazlığı, anlaşmazlığın
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διένεξη
διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας τούρκικα, διένεξη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διάψευση στα τούρκικα - inkâr, reddi, inkar, reddine, inkârı
- διέγερση στα τούρκικα - heyecan, uyarım, stimülasyon, stimülasyonu, uyarılması, uyarımı
- διέξοδος στα τούρκικα - yanardağ, çıkış, çıkışı, outlet, prizi, prizinin
- διέπω στα τούρκικα - yönetmek, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavga, mücadele, tartışma, ihtilaf, anlaşmazlık, uyuşmazlık, anlaşmazlığı, anlaşmazlığın
Μεταφράσεις: kavga, mücadele, tartışma, ihtilaf, anlaşmazlık, uyuşmazlık, anlaşmazlığı, anlaşmazlığın