Διένεξη στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спор, спорот, спорот за, решавање, спорот околу
Διένεξη στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διένεξη

διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διένεξη στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διάψευση στα σλαβομακεδονικά - негирање, негирањето, одрекување, одбивање, одбивањето
  • διέγερση στα σλαβομακεδονικά - стимулација, стимулирање, поттикнување, стимулацијата, стимулација на
  • διέξοδος στα σλαβομακεδονικά - вулкан, излезот, излез, штекер, вентил, штекерот
  • διέπω στα σλαβομακεδονικά - diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: спор, спорот, спорот за, решавање, спорот околу