Διένεξη στα ισπανικά

Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lucha, gresca, disputar, pleito, contienda, disputa, conflicto, controversia, litigio, controversias
Διένεξη στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διένεξη

διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας ισπανικά, διένεξη στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • διάψευση στα ισπανικά - negación, denegación, la negación, negativa, rechazo
  • διέγερση στα ισπανικά - agitación, emoción, excitación, estímulo, estimulación, la estimulación, de estimulación, ...
  • διέξοδος στα ισπανικά - desembocadura, desagüe, abertura, orificio, salida, de salida, toma, ...
  • διέπω στα ισπανικά - regir, capitanear, gobernar, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: lucha, gresca, disputar, pleito, contienda, disputa, conflicto, controversia, litigio, controversias