Διένεξη στα δανικά

Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strid, konflikt, tvist, tvisten, tvister, tvistens
Διένεξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διένεξη

διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας δανικά, διένεξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διάψευση στα δανικά - benægtelse, fornægtelse, denial, nægtelse, afslag
  • διέγερση στα δανικά - stimulation, stimulering, stimuleringen, stimulere
  • διέξοδος στα δανικά - udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten
  • διέπω στα δανικά - regere, styre, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strid, konflikt, tvist, tvisten, tvister, tvistens