Διένεξη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διένεξη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диспут, спор, спорове, на спорове, спора
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διένεξη
διένεξη διευθύνσεων ip, διένεξη ετυμολογία, διένεξη βικιλεξικο, διένεξη ορισμός, διένεξη αντωνυμο, διένεξη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διένεξη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διάψευση στα βουλγαρικά - опровержение, отричане, отказ, отричането, отказа, отрицание
- διέγερση στα βουλγαρικά - стимулиране, стимулация, стимулирането, стимулиране на, стимулацията
- διέξοδος στα βουλγαρικά - отверстие, вулкан, изход, отдушник, излаз, изходящия, изпускателен отвор
- διέπω στα βουλγαρικά - управията, diepo
Τυχαίες λέξεις
Διένεξη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: диспут, спор, спорове, на спорове, спора
Μεταφράσεις: диспут, спор, спорове, на спорове, спора