Εμβέλεια στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svið, Tímabil, úrval, bilinu, á bilinu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβέλεια
εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμβέλεια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμαγιέ στα ισλανδικά - enamel, glerung, í glerung
- εμβάθυνση στα ισλανδικά - dýpkun, styrkja, dýpka, efla, vaxandi
- εμβολίζω στα ισλανδικά - hrútur, embolized
- εμβολιάζω στα ισλανδικά - bólusetja, ingrain
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: svið, Tímabil, úrval, bilinu, á bilinu
Μεταφράσεις: svið, Tímabil, úrval, bilinu, á bilinu