Εμβέλεια στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дзвонив, діапазон, вибір, спектр
Εμβέλεια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβέλεια

εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμβέλεια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμαγιέ στα ουκρανικά - лакувати, емаль
  • εμβάθυνση στα ουκρανικά - зонди, поглиблення, заглиблення, зростання
  • εμβολίζω στα ουκρανικά - згуртованість, емболізірованного
  • εμβολιάζω στα ουκρανικά - неуважний, неуважливий, заварювати
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дзвонив, діапазон, вибір, спектр