Εμβέλεια στα τούρκικα
Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ocak, soba, menzil, fırın, erim, alan, dizi, aralığı, aralık, sınıfı için
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβέλεια
εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμβέλεια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμαγιέ στα τούρκικα - emaye, mine, emay, sır, enamel
- εμβάθυνση στα τούρκικα - derinleştirilmesi, derinleşen, derinleşmesi, derinleşme, derinleştirmek
- εμβολίζω στα τούρκικα - koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon
- εμβολιάζω στα τούρκικα - kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ocak, soba, menzil, fırın, erim, alan, dizi, aralığı, aralık, sınıfı için
Μεταφράσεις: ocak, soba, menzil, fırın, erim, alan, dizi, aralığı, aralık, sınıfı için