Εμβέλεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fogão, forno, alcance, fogões, série, variedade, variação, gama
Εμβέλεια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβέλεια

εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμβέλεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμαγιέ στα πορτογαλικά - capacitar, esmalte, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
  • εμβάθυνση στα πορτογαλικά - aprofundamento, aprofundando, o aprofundamento, aprofundar, aprofundamento da
  • εμβολίζω στα πορτογαλικά - embolizou, embolização, embolizaram, embolizadas, embolizado
  • εμβολιάζω στα πορτογαλικά - inovar, inocule, arraigado, ingrain, enraizar, incutir, inverossímil
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fogão, forno, alcance, fogões, série, variedade, variação, gama