Εμβέλεια στα δανικά
Μετάφραση: εμβέλεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβέλεια
εμβέλεια κπε, εμβέλεια wifi, εμβέλεια ετυμολογία, εμβέλεια λεξικό, εμβέλεια στα αγγλικα, εμβέλεια λεξικό γλώσσας δανικά, εμβέλεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμαγιέ στα δανικά - emalje, emaljen, enamel, emalje-
- εμβάθυνση στα δανικά - uddybning, uddybe, at uddybe, uddybning af, dybere
- εμβολίζω στα δανικά - vædder, emboliseres, emboliseres under
- εμβολιάζω στα δανικά - ingrain
Τυχαίες λέξεις
Εμβέλεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg
Μεταφράσεις: område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg